-
1 πελένα
A v. πέλω. [full] πελεσσύδραι· συστρέμματα ὑδάτων, Id. [full] πελήαρ· περιστεράς ([dialect] Lacon.), Id. [full] πεληϊάδεσσι, v. πελειάς. [full] πέληος· γέρων, Id. ( πολητός cod.) ; cf. πελλᾶς.
См. также в других словарях:
πελεσσύδραι — Α (κατά τον Ησύχ.) «συστρέμματα ὑδάτων» … Dictionary of Greek